νομευτικός

νομευτικός
-ή, -ό (Α νομευτικός, -ή, -όν) [νομεύω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, ποιμενικός
νεοελλ.
κατάλληλος για βοσκή («νομευτικά φυτά»)
αρχ.
1. έμπειρος στη βοσκή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νομευτική
η τέχνη να βόσκει κάποιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νομευτικός — pastoral masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομευτικῶν — νομευτικός pastoral fem gen pl νομευτικός pastoral masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομευτικόν — νομευτικός pastoral masc acc sg νομευτικός pastoral neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομευτικοῖς — νομευτικός pastoral masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομευτικοί — νομευτικός pastoral masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομευτικῆς — νομευτικός pastoral fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομευτικήν — νομευτικός pastoral fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομευτικῷ — νομευτικός pastoral masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγύδαρις — η (AM μαγύδαρις) νεοελλ. βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, τής Ισπανίας, τής Σικελίας και τής ΒΔ. Αφρικής μσν. αρχ. το φυτό πράγκος ο νομευτικός αρχ. ο καρπός, η ρίζα ή ο χυμός τού σιλφίου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”