- νομευτικός
- -ή, -ό (Α νομευτικός, -ή, -όν) [νομεύω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, ποιμενικόςνεοελλ.κατάλληλος για βοσκή («νομευτικά φυτά»)αρχ.1. έμπειρος στη βοσκή2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νομευτικήη τέχνη να βόσκει κάποιος.
Dictionary of Greek. 2013.